- Κυνόρτα
- Κυνόρτᾱ , Κυνόρτηςmasc nom/voc/acc dualΚυνόρτᾱ , Κυνόρτηςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κυνόρταν — Κυνόρτᾱν , Κυνόρτης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμύκλας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λακεδαίμονα και της Σπάρτης, κόρης του Ευρώτα, και αδελφός της Ευρυδίκης, η οποία ήταν σύζυγος του Ακρίσιου. Από τον γάμο του με τη Διομήδη ο Α. απέκτησε δύο γιους, τον Κυνόρτα και τον Υάκινθο. O Α. ήταν… … Dictionary of Greek
Περιήρης — I Ένας από τους αρχηγούς (ο άλλος ήταν ο Κραταιμένης) των Χαλκιδαίων και των Κυμαίων της Ιταλίας. Ίδρυσαν το 725 π.Χ. στη Σικελία την αποικία Ζάγκλη (ζάγκλο = δρεπάνι), που την ονόμασαν έτσι γιατί το φυσικό λιμάνι της είχε σχήμα δρεπανιού. II… … Dictionary of Greek